-
1 κουνέλι
[кунели] ουσ. о. кроликΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουνέλι
-
2 κουνέλι
[кунели] ουσ ο кролик. -
3 κουνέλι
el conill -
4 κουνέλι
lapin -
5 κουνέλι
królik (m) rzecz. -
6 κουνέλι
1) králík2) zajíc -
7 κουνέλι
rabbitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουνέλι
-
8 lapin
κουνέλι -
9 králík
κουνέλι -
10 rabbit
κουνέλι -
11 królik
κουνέλι -
12 кролик
-
13 кролик
-а α.κουνέλι, κόνικλος. || γούνα από κουνέλι. -
14 кроличий
-ья, -ье ουδ. κουνέλι σι ος•кроличий мех γούνα από κουνέλι.
-
15 кролик
зоол. о κόνικλος, разг. το κουνέλι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кролик
-
16 кролик
кроликм τό κουνέλι, ὁ κόνικλος. -
17 кроличий
кроличийприл τοῦ κουνελιού:\кроличий мех ἡ γοῦνα ἀπό κουνέλι. -
18 rabbit
['ræbit](a type of small long-eared burrowing animal, found living wild in fields or sometimes kept as a pet.) κουνέλι -
19 rag
[ræɡ](a piece of old, torn or worn cloth: I'll polish my bike with this old rag.) κουνέλι- ragged- raggedly
- raggedness
- rags -
20 кролик
[κρόλικ] ουσ. α κόνικλος, κουνέλι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… … Dictionary of Greek
κουνέλι — το (λ. ιταλ.), το γνωστό ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούνελος — Ακρωτήριο της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο όριο του Κυπαρισσιακού κόλπου. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Κυπαρίσσιον άκρον ή Πλαταμώδης άκρα. * * * ο [κουνέλι] αρσενικό κουνέλι … Dictionary of Greek
κόνικλος — ο (Α κόνικλος και κύνικλος) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»] … Dictionary of Greek
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
λαγίδες — (leporidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των λαγομόρφων, που περιλαμβάνει περίπου 54 είδη. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ο λαγός και το κουνέλι. Πρόκειται για μικρά, φυτοφάγα ζώα με ωοειδές κεφάλι, μακριά αφτιά και ενισχυμένο το πάνω χείλος… … Dictionary of Greek
κουνελάκι — το υποκορ. του κουνέλι μικρό κουνέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Agathonisi — Gemeinde Agathonisi Δήμος Αγαθονησίου (Αγαθονήσι) … Deutsch Wikipedia
Drakoneres — Lage der einzelnen Inseln Nördliche Echinaden (Drakoneres) und der Hafen von Astakos aus einem Flugzeug ges … Deutsch Wikipedia
Echinaden (Inselgruppe) — Lage der einzelnen Inseln … Deutsch Wikipedia
Echinades — Lage der einzelnen Inseln Nördliche Echinaden (Drakoneres) und der Hafen von Astakos aus einem Flugzeug ges … Deutsch Wikipedia